- διπλόποδα
- (diplopoda). Μία από τις δύο υφομοταξίες στις οποίες διαιρείται η ομοταξία των μυριαπόδων. Περιλαμβάνει τα γένη που είναι γνωστά με την ονομασία πολυπόδια (π.χ. τους ιούλους, τις γλυμερίδες, τους πολυδέσμους κ.ά.).
Tα δ. έχουν κυλινδρικό, ημικυλινδρικό και σπανιότερα πεπλατυσμένο σώμα, που καλύπτεται από ένα χιτινώδες περίβλημα και φέρει δύο ζεύγη ποδιών στα πολυάριθμα μεταμερίδιά του, καθένα από τα οποία σχηματίζεται από τη συνένωση δύο εμβρυϊκών μεταμεριδίων. Το κεφάλι τους φέρει ένα ζευγάρι από αρθρωτές κεραίες, ένα άνω και ένα κάτω χείλος. Τα μεταμερίδιά τους ξεπερνούν τα 100, ενώ οι γεννητικοί τους πόροι διανοίγονται κοιλιακώς στο τρίτο μεταμερίδιο. Πολλά δ. έχουν δερματικούς αδένες, οι οποίοι εκκρίνουν ένα ελαιώδες, δύσοσμο υγρό σε περίπτωση άμυνας.
Τα δ. ζουν σε υγρά μέρη και είναι γενικά φυτοφάγα και μη δηλητηριώδη. Αποθέτουν μέσα στο χώμα τα αβγά τους, τα οποία προστατεύονται σε ορισμένα είδη από το θηλυκό. Η υφομοταξία χρονολογείται από το ηώκαινο και περιλαμβάνει περίπου 7.000 είδη.
* * *ταυφομοταξία τών μυριαπόδων, πολυπόδων, φυτοφάγα και μη δηλητηριώδη.
Dictionary of Greek. 2013.